- καὐτοῦ
- αὐτοῦ , αὐτόςselfneut gen sgαὐτοῦ , αὐτόςselfmasc gen sgαὐτοῦ , αὐτοῦjust thereindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καύτου — καύτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρέυκιαβικ — (Reykjavik). Πόλη της νοτιοδυτικής Ισλανδίας, πρωτεύουσα της χώρας. Η Ρ., που βρίσκεται στη νότια ακτή του κόλπου Φάξαφλοϊ, εκτείνεται σε πεδινή ζώνη, από τη χερσόνησο της Σελτγιάρνανες μέχρι τη μικρή λίμνη Τγιέρναν, ενώ μερικές κατοικημένες… … Dictionary of Greek